- τσεχοσλοβακικός
- τσεχοσλοβακικός, -ή, -ό και τσεχοσλοβάκικος, -η, -οπου έχει σχέση με την Τσεχοσλοβακία ή τους Τσεχοσλοβάκους: Τσεχοσλοβακική κυβέρνηση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.